σεισθεῖσα

σεισθεῖσα
σείω
shake
aor part pass fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεισθείσας — σεισθείσᾱς , σείω shake aor part pass fem acc pl σεισθείσᾱς , σείω shake aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”